-
1 сокращение
сокращени||ес1. (укорочение) τό κόν-τεμα, ἡ συντόμευση [-ις]:\сокращение рабочего дня ἡ ἐλάττωση τής ἐργάσιμης ἡμέρας·2. (уменьшение) ἡ ἐλάττωση [-ις], ἡ μείωση[-ις1, ἡ ὀλιγόστευση [-ις], ἡ περικοπή:\сокращение вооружений ἡ ἐλάττωση τών ἐξοπλισμών3. (увольнение) ἡ ἀπόλυση [-ις], ἡ ἐλάττωση τοῦ προσωπικοί4. физиол. ἡ συστολή/ ἡ σύσπαση [-ις]·5. мат ἡ ἀπλοποίηση·6. (аббревиатура) ἡ σύντμηση[-ις], ἡ συντόμευση [-ις]. -
2 ослабеватьеть
ослабевать||етьсов см. ослабевать и слабеть. ослабить сов см. ослаблять, ослабление с ἡ ἐξασθένιση [-ις], ἡ ἐλάττωση [-ις], ἡ ὑφεση [-ις], ἡ χαλάρωση[-ις]:\ослабеватьеть организма ή. ἐξασθένισις τοῦ ὁργανισμοῦ· \ослабеватьеть давления ἡ ἐλάττωση τῆς πιέσεως· \ослабеватьеть международной напряженности ἡ ἐλάττωση τής διεθνοῦς ἐντάσεως. -
3 дросселирование
1. (расширение жидкости, пара или газа при прохождении через сужение) о στραγγαλισμός, η απόπνιξη, η ελάττωση της ροής του ατμού, αερίου κ λπ. 2. (двс) η ελάττωση της ταχύτητας μηχανής (ΜΕΚ).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > дросселирование
-
4 обжатие
1. (уменьшение толщины заготовки при прокатке, ковке) η ελάττωση του πάχους (κατά την σφυρηλάτηση/έλαση) 2. (уменьшение площади поперечного сечения) η ελάττωση της επιφάνειας (της εγκάρσιας τομής).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > обжатие
-
5 убавление
1. (уменьшение) η μείωση, η ελάττωση 2. (величины, количества, степени и т.п.) η μείωση, η ελάττωση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > убавление
-
6 ослабление
ослабление с η ελάττωση, η χαλάρωση· \ослабление международной напряжённости η μίωση (или χαλάρωση) της διεθνούς έντασης* * *сη ελάττωση, η χαλάρωσηослабле́ние междунаро́дной напряжённости — η μείωση ( или χαλάρωση) της διεθνούς έντασης
-
7 падение
падение с 1) прям., перен.η πτώση· η κατάπτωση (тк.перен.У \падение правительства η πτώση της κυβέρνησης 2) (понижение) το πέσιμο, το χαμήλωμα 3) упадок η έκπτωση, η ελάττωση* * *с1) прям., перен. η πτώση; η κατάπτωση (тк. перен.)паде́ние прави́тельства — η πτώση της κυβέρνησης
2) ( понижение) το πέσιμο, το χαμήλωμα3) ( упадок) η έκπτωση, η ελάττωση -
8 сокращение
сокращение с 1) η συντόμευση 2) (уменьшение) η μείωση, η ελάττωση; \сокращение Ядерных вооружений η μείωση των πυρηνικών εξοπλισμών* * *с1) η συντόμευση2) ( уменьшение) η μείωση, η ελάττωσηсокраще́ние я́дерных вооруже́ний — η μείωση των πυρηνικών εξοπλισμών
-
9 уменьшение
-
10 поиижение
поииж||ениес1. ἡ μείωση [-ις], ἡ ἐλάττωση [-ις], τό χαμήλωμα / ἡ πτώση [-ις] (падение):\поиижениеение цен ἡ ἐλάττωση (или ἡ μείωση) τῶν τιμών, ἡ ὑποτίμηση·2. (по службе) ὁ ὑποβιβασμός. -
11 снижение
сниж||ениес1. ἡ ἐλάττωση, ἡ μείωση/ ἡ ὑποτίμησηί-ις / ἡ πτώση (тк. цен):\снижениеение цен ἡ ἐλάττωση (или ἡ μείωση, ἡ πτώση) τῶν τιμών2. (по службе) ἡ ὑποβίβαση [-ις]·3. (самолета) τό χαμήλωμα, τό κατέβασμα. -
12 уменьшение
уменьш||ениес ἡ ἐλαττωση [-ις], ἡ ὀλιγόστευση, ἡ μείωση [-ις]:постепенное \уменьшениее́ние ἡ βαθμιαία ἐλαττωση. -
13 сокращение
-я ουδ.1. συντόμευση, βράχυνση, κόνταιμα• περικοπή, κόψιμο•сокращение пути συντόμευση του δρόμου.
2. μείωση, ελάττωση, λ ι-γόστεμα• περιορισμός•-вооружений ελάττωση των εξοπλισμών.
3. απόλυση από την εργασία ή υπηρεσία (λόγω περιορισμού της εργατικής δύναμης ή του προσωπικού).4. συστολή•сокращение мышц συστολή των μυών.
5. (μαθ.) απλοποίηση•сокращение дроби απλοποίηση κλάσματος.
6. περικοπή, κόψιμο•перевод статьи с -ями μετάφραση του άρθρου με περικοπές.
7. σύντμηση λέξης. -
14 декремент
η μείωση, η ελάττωση- затухания логарифмический λογαριθμική - (απόσβεση) του εύρους του κύματος ή των ταλαντώσεων.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > декремент
-
15 десенсибилизация
η τεχνητή ελάττωση της φωτοευαισθησίας.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > десенсибилизация
-
16 закрученность
η στρέβλωση, το στρέ-βλωμα* - крыла ав. - της πτέρυγας- крыла отрицательная - αρνητική - της πτέρυγας, η ελάττωση της πρόσπτωσης στην ακμή της πτέρυγας- крыла положительная - θετική - της πτέρυγας, η αύξηση της πρόσπτωσηςστην ακμή της πτέρυγαςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > закрученность
-
17 понижение
η μείωση, η ελάττωση, το χαμήλωμα, η πτώση. - интереса эк. - του τόκουкапиллярное тех. - η τριχοειδής ταπείνωσηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > понижение
-
18 преуменьшать
μειώνω, ελαττώνω, υποτιμώ, - ение η μείωση, η ελάττωση, η υποτίμηση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > преуменьшать
-
19 разгерметизация
1. (выход из строя уплотнений) η απώλεια της στεγανότητας 2. (результат выхода из строя герметизирующих устройств) η απώλεια πίεσηςη ελάττωση συμπίεσηςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > разгерметизация
-
20 редукция
1. (упрощение) η αναγωγή, η απλοποίηση 2 тех. η ελάττωση, η μείωση 3. хим. η αποξείδωση, η αναγωγή 4. лингв. η μετατροπήη εξασθένιση της προφοράςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > редукция
См. также в других словарях:
ελάττωση — η (ΑΜ ἐλάττωσις) το να γίνεται κάτι λιγότερο ή μικρότερο, η μείωση («η ελάττωση τών δαπανών», «η ελάττωση τού μήκους») αρχ. 1. ήττα 2. ζημιά, απώλεια 3. απώλεια υγείας ή αγαθού 4. μειονέκτημα … Dictionary of Greek
ελάττωση — η μείωση, μίκρεμα, λιγόστεμα: Ελάττωση της κατανάλωσης του ρεύματος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐλαττώσῃ — ἐλαττώσηι , ἐλάττωσις making smaller fem dat sg (epic) ἐλασσόω make less aor subj mid 2nd sg (attic) ἐλασσόω make less aor subj act 3rd sg (attic) ἐλασσόω make less fut ind mid 2nd sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ατροφία — Ελάττωση του όγκου των κυττάρων και κατά συνέπεια των ιστών και των οργάνων. Διακρίνεται σε φυσιολογική α., που παρατηρείται σε ορισμένα όργανα και σε ορισμένη ηλικία, και σε παθολογική α., που οφείλεται σε διαταραχή της φυσιολογικής θρέψης του… … Dictionary of Greek
άνοια — Ελάττωση της νοημοσύνης που αυξάνεται σιγά σιγά και δεν επανέρχεται. Οφείλεται σε σχετικές με το γήρας αγγειακές και νευρικές αλλοιώσεις του εγκεφάλου ή είναι αποτέλεσμα παθήσεών του, όπως συμβαίνει μερικές φορές κατά την πορεία της επιληψίας,… … Dictionary of Greek
λιπαντικά — Ευρύς όρος που περιλαμβάνει όλες τις ουσίες που είναι κατάλληλες για λίπανση (βλ. λ.). Κατάταξη των λ. Η κατάταξη των λ. μπορεί να γίνει σύμφωνα με διάφορα κριτήρια, όπως είναι η φυσική κατάσταση, η προέλευση, οι ειδικές χρήσεις τους κ.ά. Μία… … Dictionary of Greek
γήρας — Η περίοδος της ζωής που ακολουθεί την ώριμη ηλικία και προηγείται του φυσικού θανάτου. Στις προηγμένες χώρες, θεωρείται ότι το γ. αρχίζει στα 60 χρόνια, ηλικία στην οποία αρχίζει συνήθως η παροχή σύνταξης ή η αποχώρηση από την ενεργό… … Dictionary of Greek
μορφίνη — Αλκαλοειδές που περιέχεται στο όπιο στο οποίο κυριαρχεί ποσοτικά (7 17%) και ποιοτικά όσον αφορά τη δράση του. Το απομόνωσε το 1806 ο Γερμανός χημικός Φρίντριχ Βίλελμ Σέρτιρνερ (1783 1841). Ονομάστηκε μ. από το όνομα του θεού των ονείρων Μορφέα,… … Dictionary of Greek
παράλυση — (Ιατρ.). Oνομάζεται και πάρεση. Ο όρος π. σημαίνει την κατάλυση της εκούσιας ή ακούσιας (αντανακλαστικής ή αυτόματης) κινητικότητας, εξαιτίας της απώλειας της κινητικής λειτουργίας σε ένα οποιοδήποτε σημείο μεταξύ του φλοιού του εγκέφαλου και της … Dictionary of Greek
σοκ — Παθητική απάντηση του οργανισμού σε διάφορες παθολογικές καταστάσεις η οποία εκδηλώνεται με σοβαρή διαταραχή της περιφερειακής κυκλοφορίας, που προκαλεί μεγάλη κατάπτωση όλων των ζωικών ικανοτήτων. Τα αίτια είναι πολλαπλά. Στην πρώτη θέση είναι… … Dictionary of Greek
προκατασκευή (οικοδομική) — Σύγχρονη οικοδομική τεχνική στην οποία καταφεύγει η οικοδομική βιομηχανία για να οργανώσει κατά ορθολογιστικότερο τρόπο την παραγωγή της. Π. σημαίνει την εκτός εργοταξίου βιομηχανική κατασκευή τμημάτων του κτιρίου, ικανών να χρησιμοποιηθούν στο… … Dictionary of Greek